Όταν οι άλλοι αγοράζουν τον λάθος «καλό»

Όταν πρωτοάκουσα για το περίφημο δίδυμο των Ρομπίνιο και Ντιέγκο, ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα. Όταν πρωτοείδα το «ζευγάρι» της Σάντος να αγωνίζεται σε ηλικία 17 χρονών μαζί στο ίδιο παιχνίδι έπεσα από τα σύννεφα. Όταν διάβασα ότι η Ρεάλ Μαδρίτης έκανε το παν για να κερδίσει τη μάχη απόκτησης του πρώτου από άλλες μεγάλες ομάδες της Ευρώπης, άρχισα να αναρωτιέμαι αν κάτι πάει καλά με εμένα.

Δε φιλοδοξώ να γίνω προπονητής, αλλά μου αρέσει το ποδόσφαιρο και νομίζω ότι κάτι καταλαβαίνω. Και βλέποντας τους δύο παίκτες να παίζουν, δε μου πήρε πολύ χρόνο να αντιληφθώ ποιός ήταν ο «καλός» της υπόθεσης. Ο Ρομπίνιο είχε το θέαμα, τις ντρίμπλες, την περίφημη «πεταλάδα». Είχε, επίσης, το χρώμα που επέτρεπε σε πολλούς –μάλλον βιαστικά- να τον συγκρίνουν με τον Πελέ.

Δίπλα του, όμως, υπήρχε η ουσία. Και η ουσία είχε το ήρεμο πρόσωπο του Ντιέγκο Ρίμπας Ντα Κούνια. Τη μαγεία ενός κλασικού «δεκαριού» που έχει χαθεί σχεδόν για πάντα από το ποδόσφαιρο, την αύρα του Κακά με την σταθερότητά του, το τελείωμα μεγάλων παικτών της «σελεσάο» που έγραψαν με χρυσά γράμματα τα κεφάλαια του βιβλίου της ιστορίας στη χώρα του καφέ.

Ο βραζιλιάνος πιτσιρικάς είναι, κατά την άποψή μου, πολύ αδικημένος. Μάλιστα, προβληματίστηκα έντονα για την κριτική μου ικανότητα όταν είδα ότι όλοι «έπεφταν» πάνω στον Ρομπίνιο για να τον αποκτήσουν. Εκείνος, φυσικά, μετακόμισε στη Μαδρίτη αμέσως, ενώ ο Ντιέγκο προσπαθούσε να βρει τρόπο να περάσει την πόρτα για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Η Πόρτο τον πίστεψε αρχικά, αλλά δεν του έδωσε την ευκαιρία να δείξει το πραγματικό ταλέντο του. Η ομάδα ήθελε άμεσα αποτελέσματα, αλλά ο βραζιλιάνος ήθελε χρόνο προσαρμογής. Σύντομα αποφάσισε να αλλάξει κλίμα και η Βέρντερ έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στις ικανότητές του.

Άλλωστε, το Τόμας Σάαφ φημίζεται για το «μάτι» του και έδωσε στον πιτσιρικά όλα τα εφόδια που χρειαζόταν για να κάνει καριέρα στη μπουντεσλίγκα. Ο τεχνικός της Βέρντερ Βρέμης άφησε ελεύθερο έναν παίκτη με τεράστια φαντασία στο παιχνίδι του και ο Ντιέγκο είχε ήδη μάθει τι περιμένει η Ευρώπη από αυτόν μετά το πέρασμά του από την Πορτογαλία.

Αυτοί που κλαίνε με όσα βλέπουν είναι οι άνθρωποι της Τότεναμ, που το 2003 είχαν συμφωνήσει με τη Σάντος για να τον αποκτήσουν, αλλά ο πρόεδρος της Σάντος υπαναχώρησε και η συμφωνία κατέρρευσε.

Πέρυσι, ο γιος του Ντζαΐρ και της Σεσίλια έγινε ο πρώτος παίκτης στη Γερμανία στα κερδισμένα φάουλ. Το επιθετικό στιλ της ομάδας του τού έδωσε την ευκαιρία όχι μόνο να μοιράζει ασίστ σε περισσότερους από έναν συμπαίκτες του, αλλά να σκοράρει και ο ίδιος με μεγάλη ευκολία. Άλλωστε, στη Βραζιλία όπου το ποδόσφαιρο δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν έκανε κάτι διαφορετικό...

Μαζί με τον Τόρστεν Φρινγκς αποκαλούνται από τον Τύπο «οι μηχανές της Βέρντερ», ενώ στις 20 Απριλίου του 2006 μπήκε στο βιβλίο της Ιστορίας του γερμανικού ποδοσφαίρου όταν σκόραρε ένα απίστευτο γκολ εναντίον της Άαχεν, σουτάροντας από 62,5 μέτρα! Η τεχνική του κατάρτιση έχει κτιστεί χάρη στην ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο σάλας, ενώ όποτε ακούει να γίνονται συγκρίσεις μεταξύ του ίδιου και του Ζίκο, στρίβει αλλού το κεφάλι.

Σοβαρότητα; Φόβος; Σεμνότητα; Ποιός ξέρει; Το σίγουρο είναι ότι αποτελεί υπόδειγμα επαγγελματία, έμαθε πολύ γρήγορα γερμανικά για να συνεννοείται με τους συμπαίκτες και τον προπονητή του, ενώ ο Σάαφ πολύ χάρηκε όταν τον είδε να καταφτάνει στη Βρέμη δίπλα στην αγαπημένη του Μπρούνα Λετίσια.

Άλλωστε, κάθε προπονητής θέλει έναν δευσμευμένο ποδοσφαιριστή στην ομάδα του για να αποφεύγει τα νυχτοπερπατήματα και ο Ντιέγκο βρίσκεται με την αγαπημένη του από τότε που ο ίδιος ήταν 17 και εκείνη 16. Κι αν κανείς φαντάζεται ότι η πιτσιρίκα μπορεί να γίνει η ανεπίσημη «μάνατζέρ» του που με τις απαιτήσεις ίσως καταστρέψει την καριέρα του, αρκεί να μάθετε ότι σπουδάζει ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και είναι αρκετά ώριμη ώστε να μην... μπλέκεται με το ποδόσφαιρο.

Προς γνώσιν...

Μετά από κάποια χρόνια στο χώρο του Τύπου, αλλά και στο Internet, αποφάσισα να ξεκινήσω το blogging. Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα γράφω, ξέρω ότι θα είμαι συνεπής κυρίως προς τον εαυτό μου. Ελπίζω, ωστόσο, να προσφέρω στον επισκέπτη ένα χαλαρωτικό ανάγνωσμα, μακριά από την ανούσια καθημερινότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου.